Με το πρώτο φως…


Μια μέρα ξεκίνησε πάλι στον ορίζοντα. Το φως άρχισε να χαράζει πάλι ανάμεσα από τις γρίλιες του σκοτεινού δωματίου και κάτω από τις αδύναμες φωτεινές ακτίνες άρχισαν να αχνοφαίνονται τα περιγράμματα των αντικειμένων. Από την ανάσα του καταλάβαινε ότι κοιμόταν ακόμα. Παραδομένος στα όνειρα, ξεκούραζε σώμα και ψυχή, πριν ξαναβγεί στον αγώνα της ζωής για άλλη μια μέρα. Τον αγαπούσε και προσπαθούσε να κρατά ακόμα και την ανάσα της για να μην τον ξυπνήσει και διαταράξει αυτή τη διαδικασία της αναγέννησης. Περίμενε στωικά τη στιγμή που θα άρχιζε να ξυπνά για να τον πάρει μια αγκαλιά, να νιώσει τη ζέστη του κορμιού του, να τον κοιτάξει και να φωτιστεί το πρόσωπό της. Ήταν άγρυπνη. Σκεφτόταν όλο το βράδυ πώς γίνεται να την αγαπά, όπως της έλεγε, αλλά ταυτόχρονα να της συμπεριφέρεται σαν να την μισεί. Ήξερε πως κάποιες στιγμές φαινόταν στα μάτια του σαν άλλη μια γυναίκα, το είδος που τον είχε πληγώσει και του είχε συμπεριφερθεί βάναυσα. Έπρεπε κι αυτή να πληρώσει το μερίδιο της ευθύνης του φύλου της. Το είχε αποδεχτεί και προσπαθούσε να το κατανοήσει κάθε φορά που έβλεπε το μίσος στα μάτια του και το άκουγε στον τόνο της φωνής του. Όσο και να το κατανοούσε όμως, κάθε φορά που αυτό συνέβαινε την καταρράκωνε. Την έκανε να αισθάνεται σαν ένα άψυχο αντικείμενο παρατημένο στο πάτωμα και το μόνο που ζητούσε ήταν να ανοίξει μια γωνία, μια κρυφή πόρτα, μια ρωγμή στο πάτωμα και να την καταπιεί.
Ένα ξαφνικό κούνημα την απέσπασε από τις σκέψεις της καθώς εκείνος άρχισε να ξυπνά και να τεντώνεται. «Καλημέρα» της είπε και σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Καλημέρα» ανταπάντησε εκείνη και σηκώθηκε για να ξεκινήσουν άλλη μια μέρα μαζί. 

Αρρώστια - Η πνοή του Θανάτου

Είχε πάει για άλλη μια φορά να δει τους γονείς του. Ήταν και οι δύο βαριά άρρωστοι,  μα η μάνα του περισσότερο. Άνοιξε την πόρτα και κοίταξε τον πατέρα του. Ήταν ότι είχε απομείνει από αυτόν.  Μέσα σε τρεις μήνες είχε χάσει 20 κιλά και φαινόταν 15 χρόνια μεγαλύτερος. Το βλέμμα του ικετευτικό, για να τον λυπάσαι. Ήξερε ότι έχει την αρρώστια  μέσα του σε δύο σημεία. Η αποτυχία της εγχείρησης του  άφησε  ένα παράσημο που έπρεπε αλλά αδυνατούσε να αλλάζει δύο φορές την ημέρα όταν γέμιζε.

Μα περισσότερο από όλα τον πείραζε η σκέψη ότι η γυναίκα του θα πεθάνει πρώτη. Εκείνη καθόταν σε μια καρέκλα γερμένη προς τα πίσω. Είχε φουσκωμένη κοιλιά λόγω δυσλειτουργίας του συκωτιού, πόδια διπλάσια από τα κανονικά. Το κίτρινο δέρμα στο πρόσωπο της δεν είχε πια υποψία κρέατος και λίπους.  Μόνο δέρμα  κόκαλα και δυο μάτια να δείχνουν σβηστά από ζωή. Σβηστά από ελπίδα. Καρφωμένα στο τέλος που ολοένα πλησιάζει 

"Θέλω να με αγαπάς γιε μου"  του είπε κλαίγοντας  Ήταν κάτι που έλεγε συχνά στο παρελθόν μα τώρα είχε ιδιαίτερη σημασία. "Μπορεί σε λίγο να μην ζω". Μάζεψε τις δυνάμεις του για να δείξει σταθερή φωνή. "Σταμάτα να λες βλακείες. Ξέρεις ότι θα τα καταφέρεις. Σε χρειαζόμαστε". Σηκώθηκε, μάζεψε τα πράγματα του και άνοιξε την πόρτα του σπιτιού για να φύγει, μια πόρτα που θα πέρναγε δυο φορές στους επόμενους τρεις μήνες η κρύα πνοή του θανάτου... 

Η στιγμή της Αλήθειας - Απιστία

Ήξερε  ο Γιώργος ότι από καιρό κάτι συνέβαινε με αυτόν την γυναίκα του. Τελευταία δεν ήταν τα πράγματα όπως παλιά. Μια παγωμάρα συνόδευε το σπιτικό του. Μια θλίψη και μια σκληρότητα υπήρχε στην ατμόσϕαιρα. Ποτέ δεν είχε περάσει από το μυαλό του να ελέγξει την γυναίκα του σε οτιδήποτε. Πίστευε στην αμοιβαία εμπιστοσύνη. Η εμπιστοσύνη όμως είχε χαθεί μαζί με την αγάπη. Έτσι αποϕάσισε να κοιτάξει τον λογαριασμό του κινητού της. Πόσο πολλά  που ήταν αλήθεια τα μηνύματα προς ένα συγκεκριμένο αριθμό. Περίεργο γιατί είχε και γυναικείο όνομα. Ποια καινούργια άγνωστη φίλη ήταν αυτή που δικαιολογούσε τόσα πολλά μηνύματα και κλήσεις, ακόμα και στις δυο την νύχτα; Το μυαλό του άρχισε να θολώνει. Δεν πίστευε στα μάτια του.  Άκουγε διάϕορες ιστορίες από τους ϕίλους του, αλλά ποτέ δεν πίστευε ότι θα συμβεί και σε αυτόν. Άλλωστε η απιστία, το διαζύγιο και το αυτοκινητιστικό δυστύχημα πάντα συμβαίνουν στους άλλους, ποτέ σε μας. Σήκωσε με δυσκολία το ακουστικό και πήρε το συγκεκριμένο νούμερο. Είχε μια τελευταία ελπίδα ότι είναι κάτι άλλο. Έσβησε όμως η ελπίδα και αυτός μαζί της όταν άκουσε να απαντάει αντρική ϕωνή. Έκλεισε το  τηλέϕωνο γιατί η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Τα μηνίγγια του χτυπάγανε δυνατά και άρχισε να ζαλίζεται. Νόμιζε ότι θα πεθάνει εκεί, στο γραϕείο. Όμως έζησε και όσος καιρός και αν περάσει ποτέ δεν θα ξεχάσει εκείνη την στιγμή. Την στιγμή της αλήθειας….

Pitbull rapper

Πόσο θα ήθελα, έστω και για λίγο, να ζούσα μέσα σε ένα βίντεο κλιπ και να είμαι rapper σε ένα μουσικό τραγούδι. Να έχω μεγάλα μαύρα γυαλιά που να ϕιλτράρουν την αρρωστημένη ατμόσϕαιρα του κόσμου τούτου. Να είμαι περιτριγυρισμένος από όμορϕες γυναίκες που κουνάνε το κορμί τους ρυθμικά και όχι εγωκεντρικά από τα  σπασμένα νεύρα τους και τις απαιτήσεις να έχεις τα ίδια θέλω με τα δικά τους. Να χοροπηδάω με ανεμελιά μετακινώντας τους ώμους μου μια από την μια και μια από την άλλη κουνώντας τα χέρια μου με τον ρυθμό της rap και όχι να τα έχω δεμένα από το ζουρλομανδύα της σύγχρονης εποχής. Να έχω κρεμασμένα πάνω στο λαιμό μου βαριά κοσμήματα και αλυσίδες. Καλύτερα οι αλυσίδες να είναι στο λαιμό ως κόσμημα παρά να τις έχεις στα πόδια κουβαλώντας ένα βάρος επειδή κάποιοι το θέλησαν. Να μιλάω και να ακούω λόγια γεμάτα νόημα για τα προβλήματα και τις εμπειρίες των ανθρώπων και όχι ανούσιες χιλιοειπωμένες κουβέντες. Αλήθεια, πόσο θα ήθελα....

Φόρος τιμής

Έλεγες σε όλη σου τη ζωή ότι θα πεθάνεις όρθιος, δείχνοντας με τον αντίχειρα προς τα πάνω, μα τελικά δεν τα κατάφερες, γιατί η ζωή είναι απρόβλεπτη. Αθεράπευτος λάτρης της ζωής έζησες έντονα τις όμορφες και τις άσχημες στιγμές της. Εκεί που οι άλλοι ζητούσαν ασφάλεια εσύ μέχρι το τέλος ζούσες στην κόψη του ξυραφιού, απλά γιατί άντεχες.
Όποιος είχε την τύχη να αγγίξει την αύρα σου κατάλαβε ότι ήσουν ξεχωριστός. Για αυτό και ήρθε στην κηδεία σου τόσος κόσμος που σε ήξερε από λίγο μέχρι πάρα πολύ. Γιατί σε κάθε στάδιο της ζωής σου δεν έπαψες να είσαι ανθρωπιστής, αλτρουιστής και να θέλεις να βοηθάς τους άλλους ειλικρινά, δίνοντας τις συμβουλές σου πάντα για το καλύτερο. Τα μεγάλα πάθη σου αρκετές φορές πλήγωσαν τα παιδιά σου . Κάποιες φορές τα έβαζες με την τύχη, μα στάθηκες τυχερός τις τελευταίες σου στιγμές, γιατί πρόλαβες να ζητήσεις συγχώρεση από αυτά και να εξιλεωθείς για πάντα.
Η γήινη απουσία σου είναι ένα επεισόδιο στην αιωνιότητα της ζωής. Γιατί όμως άραγε είναι τόσο έντονη αυτή η απουσία; Γιατί σε φέρνουμε στην μνήμη μας τόσο συχνά; Κάθε φορά που προσπαθώ να ρουφήξω την στιγμή, θυμάμαι την αγαπημένη σου φράση ''Όλοι θα πεθάνουμε. Το θέμα είναι πόσοι από εμάς είναι ζωντανοί τώρα'' Και προσπαθώ και εγώ από τότε που έφυγες να είμαι ''ζωντανός''.
Θυμάμαι επίσης το χαρτάκι που είχες κολλήσει στην εξώπορτα του σπιτιού. ''Η σειρήνα μου είπε ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα'' Ήταν αυτό που διάβαζες κάθε μέρα και σου έδινε την δύναμη και την αισιοδοξία να δουλεύεις μέχρι τα εβδομήντατέσσερα, μέχρι το τέλος. Και όντως τα πράγματα πήγανε καλύτερα, γιατί έφυγες για να συναντήσεις την γυναίκα σου και να ηρεμήσεις δικαιωματικά πια από την πολύκροτη ζωή σου. Τελικά η σειρήνα ίσως είχε δίκιο...

Χειμερινή Κολύμβηση

Πριν Καλά καλά ανοίξει τα μάτια του άνοιξε το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας για να δει τι καιρό κάνει. Το κρύο ήταν τσουχτερό. Το γνώριζε από την προηγούμενη μέρα κοιτάζοντας τον καιρό στο ίντερνετ. Μα εκείνο που τον ενδιέφερε είναι να δει πως κουνιούνται οι φυλλωσιές των δέντρων για να δει πόσο αέρα είχε ελπίζοντας να είναι μικρότερης έντασης από αυτόν που είχε διαβάσει.

Πήρε την τσάντα του και κατέβηκε να πάει στο αμάξι. Η πυλωτή πάντα έχει περισσότερο κρύο και ακόμα περισσότερο αέρα από τον κανονικό αποκαρδιώνοντας τον. «Που πάω ρε γαμώτο» σκέφτηκε. Μπήκε μέσα στο αμάξι μισοκοιμισμένος ακόμα. Το σκοτάδι επέμενε πεισματικά εμποδίζοντας την μέρα να έρθει. Στην διαδρομή σε κάποιο σημείο ψιχάλισε.

Καθώς έφτασε στην παράλια βγήκε από το αμάξι και το κρύο του διαπέρασε το κεφάλι. Άφησε τα πράγματα στην καμπίνα και χωρίς να βγάλει το μπουφάν άρχισε να τρέχει πάνω κάτω στην παράλια σε μια υστάτη προσπάθεια για να ζεσταθεί. Τα κύματα άφριζαν και ξεφούσκωναν γλείφοντας τις πατούσες του. Τα παρομοίαζε με τις δυσκολίες της ζωής. Την μια φουσκώνουν και έρχονται ορμητικά πάνω σου και την άλλη φεύγουν ξαφνικά με την πάροδο του χρόνου και το μόνο που μένει είναι η ανάμνηση του αφρού που δημιούργησαν. Γυρνώντας αριστερά το κεφάλι του στην θάλασσα είδε τον ήλιο να ανατέλλει σιγά σιγά μέσα στο βάθος της χρωματίζοντας τον ορίζοντα. Ήταν ένα μοναδικό θέαμα που τον άφησε έκπληκτο δίνοντας του κουράγιο και απομακρύνοντας κάθε ενδοιασμό που είχε ως τώρα για να βουτήξει. Είχε πλέον προθερμανθεί αρκετά και τώρα είχε περισσότερο θάρρος. Κατευθύνθηκε προς την τσάντα του και με γρήγορες κινήσεις γδύθηκε βιαστικά και φόρεσε το μαγιό του.

Η τελική ευθεία είχε αρχίσει. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να κάνει πια πίσω. Δέχθηκε τα στοιχειά της φύσης πάνω του θαρραλέα, με πλήρη έλλειψη κακομοιριάς. Ήξερε ότι είναι καλύτερα να πέσει γρήγορα στην θάλασσα για να μην του φανεί η διάφορα. Έβαλε τις πατούσες στο παγωμένο νερό προχωρώντας με γρήγορα βήματα μέχρι το νερό της θάλασσας να φτάσει την μέση του. Κοντοστάθηκε λίγο και πασάλειψε τους ωμούς και το στήθος του με το παγωμένο νερό αφήνοντας ένα αγκομαχητό. Ύστερα βύθισε αργά το υπόλοιπο σώμα του μέσα. Άρχισε να νιώθει χιλιάδες τσιμπήματα ειδικά στο πάνω μέρος του σώματος του. Ξεκίνησε να κάνει ύπτιο και ο πόνος που αισθάνθηκε στο κεφάλι του του θύμισε την αντίστοιχη αίσθηση της παρατεταμένης επαφής του πάγου στο δέρμα. Άλλαξε σε εμπρόσθιο καθώς ο πόνος δυνάμωνε. Τώρα ο πόνος μεταφέρθηκε στο μέτωπο στα μάγουλα, στα μάτια αναγκάζοντας τον σε τακτά διαστήματα να βγάζει το κεφάλι του έξω από το νερό. Κοίταξε το ρολόι. Πέντε λεπτά είχαν περάσει μόνο άλλα του είχαν φανεί πολύ περισσότερα. Ξέρει όμως ότι όπως συνήθισε το σώμα έτσι θα συνηθίσει και το κεφάλι στο παγωμένο νερό.

Οι συνεχόμενες βουτιές θα τον βοηθούσαν σε αυτό. Παρατήρησε τα ψάρια γύρω του. Αλλά βρισκόντουσαν στον βυθό και σκάλιζαν την άμμο για να βρουν τροφή και άλλα κινούνταν σε κοπάδια προς την ίδια κατεύθυνση. Πόσο μαγευτικές ήταν οι αντανακλάσεις του ηλίου στον βυθό της θάλασσας. Πόσο όμορφα που ήταν μέσα στον βυθό. Μακριά από τις αναταράξεις της επιφάνειας, μακριά από τις φουρτούνες της ζωής. Έβγαλε το κεφάλι στην επιφάνεια κοιτάζοντας το χνώτο του που άχνιζε στον αέρα. Ένας άνθρωπος μόνος σε πλήρη αρμονία με την φύση. Μια παραλία δική του χωρίς τα βουητά και την καλοκαιρινή αναστάτωση. Ήθελε να καθίσει και άλλο μέσα άλλα γνώριζε ότι αυτό είναι επικίνδυνο. Άλλωστε είχε περάσει ήδη μισή ώρα.

Όταν βγήκε για άλλη μια φορά ο αέρας του χειμώνα τον πάγωσε ολοκληρωτικά. Μα το σώμα του δεν είχε δεχτεί ακόμα το τελικό σοκ. Το ντους που θα ακολουθούσε. Ένα δυο λεπτά ήταν αρκετά για να πάει στην καμπίνα, να σκουπιστεί και να αλλάξει. Η πετσέτα ακουμπούσε πάνω στο σώμα του και μετά βίας καταλάβαινε αν έχει σκουπιστεί η όχι. Περισσότερο πόνος ήταν , παρά αίσθηση. Το τρέμουλο του σώματος που προσπαθούσε να κερδίσει ξανά την θερμοκρασία του είχε ξεκινήσει εμποδίζοντας τον να φορέσει με ευκολία τα ρούχα του. Οι κινήσεις του ήταν αργές, προσεχτικές καθώς τα δάχτυλα δύσκολα υπάκουαν στις εντολές του εγκεφάλου.

Κατευθύνθηκε προς το αμάξι. Οι ενδορφίνες, κάτι σαν μορφίνη στον ανθρώπινο οργανισμό, είχαν απελευθερωθεί και μαζί τους οι αντικαταθλιπτικές και αναλγητικές τους ιδιότητες. Η ευφορία και η ζωντάνια που του προσέφερε απλόχερα το κρύο νερό, είναι αυτά που θα του δώσουν δύναμη για να το επαναλάβει την επόμενη φορά....

Παρελθόν - Το κελί 42

Αισθάνθηκε για άλλη μια φορά περιτριγυρισμένος από το παρελθόν του. Κοίταξε γύρω του τα τούβλα του κελιού. Γνώριζε οτι τα είχε τοποθετήσει αυτός ένα προς ένα στα 42 χρόνια της ζωής του. Όλες εκείνες οι επιλογές που είχε κάνει, οι στιγμές που είχε ζήσει, τα όνειρα που δεν είχαν πραγματοποιηθεί, οι αναμνήσεις που τον πληγώνουν, ήταν όλα εκεί και τον εγκλώβιζαν μειώνοντας την ευκινησία του στο παρόν. Κοίταξε κάτω και αναγνώρισε τις αλυσίδες στα πόδια του. Στο μονοπάτι της μοίρας ξεκίνησαν με αραχνοΰφαντους ιστούς και καθώς περνούσαν τα χρόνια και μειώνονταν οι επιλογές μετατράπηκαν σε βαριές αλυσίδες. Αρχικά σκέφτηκε πιθηκάκια είμαστε και ανεβαίνουμε ανάλαφρα το δέντρο της ζωής. Μπορούμε πολύ εύκολα να μεταπηδήσουμε από το ένα κλαδί του δέντρου στο άλλο. Όταν είμαστε στον κορμό μπορούμε να γευτούμε τους καρπούς οπουδήποτε κλαδιού και έχουμε την δυνατότητα να πάμε σε οποιαδήποτε διαδρομή. Μα όσο μεγαλώνει το δέντρο και απομακρυνόμαστε απο τον κορμό το κλαδί που βρισκόμαστε γίνεται και μικρότερο μέρος του δέντρου. Δυσκολευόμαστε να πάμε στα μακρινά κλαδιά κοιτάζοντάς τα με αδυναμία. Πως θα ήταν άραγε να είχα κάνει αυτό στη ζωή μου, η να μην είχα κάνει το άλλο; Πως θα ήταν ο εαυτός μου σε ενα παράλληλο σύμπαν με τις επιλογές που δεν έκανα, τους καρπούς τις ζωής που δεν έφαγα, αν οι σκοτεινές διαδρομές που πήρα είχαν φωτιστεί από το φως της τύχης και της λογικής; Συλλογιζόμενος το φως σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε από το παράθυρο του κελιού τις ακτίνες του ήλιου που παιχνίδιζαν στον τοίχο. Κοντοστάθηκε στο παράθυρο που μεγάλωνε καθώς το πλησίαζε. Κοίταξε έξω και είδε τον εαυτό του ήρεμο να κάθεται σε ενα βράχο δίπλα στην θάλασσα. Ήταν σούρουπο, καλοκαίρι και τα χρώματα του ήλιου μπερδεύονταν γλυκά με τα κυματιστά νερά της θάλασσας. Το αεράκι χάιδευε το πρόσωπο του μα δεν ήταν το μονο που του κρατούσε συντροφιά. Δίπλα του ηταν ενα κορίτσι. Είχε γείρει το κεφάλι της στον ώμο του χαμογελώντας και σιγοτραγουδούσε ταιριαστά με τους ήχους της φύσης «Εχω ενα παπάκι που όλο κάνει πα που όλο κάνει πα πα πα πα πα»....Μονομιάς διαλύθηκαν τα τούβλα τις φυλακής, έσπασαν οι αλυσίδες που είχε στα πόδια του, έφυγε η σκοτεινιά του κελιού του. Τώρα επέλεξε να μείνει εκεί. Στον βράχο...