Παρελθόν - Το κελί 42

Αισθάνθηκε για άλλη μια φορά περιτριγυρισμένος από το παρελθόν του. Κοίταξε γύρω του τα τούβλα του κελιού. Γνώριζε οτι τα είχε τοποθετήσει αυτός ένα προς ένα στα 42 χρόνια της ζωής του. Όλες εκείνες οι επιλογές που είχε κάνει, οι στιγμές που είχε ζήσει, τα όνειρα που δεν είχαν πραγματοποιηθεί, οι αναμνήσεις που τον πληγώνουν, ήταν όλα εκεί και τον εγκλώβιζαν μειώνοντας την ευκινησία του στο παρόν. Κοίταξε κάτω και αναγνώρισε τις αλυσίδες στα πόδια του. Στο μονοπάτι της μοίρας ξεκίνησαν με αραχνοΰφαντους ιστούς και καθώς περνούσαν τα χρόνια και μειώνονταν οι επιλογές μετατράπηκαν σε βαριές αλυσίδες. Αρχικά σκέφτηκε πιθηκάκια είμαστε και ανεβαίνουμε ανάλαφρα το δέντρο της ζωής. Μπορούμε πολύ εύκολα να μεταπηδήσουμε από το ένα κλαδί του δέντρου στο άλλο. Όταν είμαστε στον κορμό μπορούμε να γευτούμε τους καρπούς οπουδήποτε κλαδιού και έχουμε την δυνατότητα να πάμε σε οποιαδήποτε διαδρομή. Μα όσο μεγαλώνει το δέντρο και απομακρυνόμαστε απο τον κορμό το κλαδί που βρισκόμαστε γίνεται και μικρότερο μέρος του δέντρου. Δυσκολευόμαστε να πάμε στα μακρινά κλαδιά κοιτάζοντάς τα με αδυναμία. Πως θα ήταν άραγε να είχα κάνει αυτό στη ζωή μου, η να μην είχα κάνει το άλλο; Πως θα ήταν ο εαυτός μου σε ενα παράλληλο σύμπαν με τις επιλογές που δεν έκανα, τους καρπούς τις ζωής που δεν έφαγα, αν οι σκοτεινές διαδρομές που πήρα είχαν φωτιστεί από το φως της τύχης και της λογικής; Συλλογιζόμενος το φως σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε από το παράθυρο του κελιού τις ακτίνες του ήλιου που παιχνίδιζαν στον τοίχο. Κοντοστάθηκε στο παράθυρο που μεγάλωνε καθώς το πλησίαζε. Κοίταξε έξω και είδε τον εαυτό του ήρεμο να κάθεται σε ενα βράχο δίπλα στην θάλασσα. Ήταν σούρουπο, καλοκαίρι και τα χρώματα του ήλιου μπερδεύονταν γλυκά με τα κυματιστά νερά της θάλασσας. Το αεράκι χάιδευε το πρόσωπο του μα δεν ήταν το μονο που του κρατούσε συντροφιά. Δίπλα του ηταν ενα κορίτσι. Είχε γείρει το κεφάλι της στον ώμο του χαμογελώντας και σιγοτραγουδούσε ταιριαστά με τους ήχους της φύσης «Εχω ενα παπάκι που όλο κάνει πα που όλο κάνει πα πα πα πα πα»....Μονομιάς διαλύθηκαν τα τούβλα τις φυλακής, έσπασαν οι αλυσίδες που είχε στα πόδια του, έφυγε η σκοτεινιά του κελιού του. Τώρα επέλεξε να μείνει εκεί. Στον βράχο...

Δεν υπάρχουν σχόλια: