Ο Γιώργος ήταν μόνος στο σπίτι. Η ώρα ήταν έντεκα. Δεν περνούσε αυτή η γαμημένη η ώρα. Ο χρόνος πήγαινε απελπιστικά αργά. Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς. Και αυτός όπως και τόσοι άλλοι άνθρωποι βρέθηκε μόνος. Θυμότανε τις προηγούμενες πρωτοχρονιές. Γεμάτες από κόσμο, από ανθρώπους που τον αγαπούσαν και τους αγαπούσε. Όμως τώρα ήταν εκεί, στον καναπέ να βλέπει τηλεόραση. Στην ουσία δεν έβλεπε τίποτα. Άλλωστε τα μάτια του ήταν θολά από τα δάκρυα. Το κορμί του κουλουριασμένο, σε εμβρυική στάση. Τα χέρια του σταυρωμένα. Μια ώρα πέρασε και τις σκέψεις του διέκοψε η αντίστροφή μέτρηση. Επτά , έξι , πέντε, τέσσερα, τρία, δύο ένα, ευτυχισμένο το νέο έτος. Τα πρώτα πυροτεχνήματα ακουστήκανε. Σηκώθηκε από τον καναπέ. Βγήκε στο μπαλκόνι της καινούργιας του κατοικίας. Μπορούσε να τα βλέπει ξεκάθαρα. Σκέφτηκε πόσο τρελό ήταν να βλέπει κάτι τόσο όμορφο και να αισθάνεται τόσο άσχημα. «Στο διάολο όλα» ξεστόμισε χωρίς να το θέλει και μπήκε μέσα στο σπίτι. Από τις διπλανές πόρτες της πολυκατοικίας ακούγονταν χαμόγελα, φωνές χαράς, μετακινήσεις ανθρώπων. Σύρθηκε προς το κρεβάτι και προσπάθησε να κοιμηθεί. Δεν ήθελε να σκέφτεται τίποτα. Μα οι σκέψεις πολλές. Πολλές και βασανιστικές…
«Γιώργο, έλα θα έρθεις μέσα ή θα την βγάλεις στο μπαλκόνι. Σε λίγο αλλάζει ο χρόνος» ακούστηκε μια γνώριμη φωνή. Ο Γιώργος έφυγε από το μπαλκόνι. Μπήκε μέσα. Φίλησε αγαπημένα του πρόσωπα. Ευτυχώς φέτος ήταν διαφορετικά…
Υπάρχει ακόμα ελπίδα….
Άλλος ένας χρόνος έφυγε… Χρόνια πολλά.
«Γιώργο, έλα θα έρθεις μέσα ή θα την βγάλεις στο μπαλκόνι. Σε λίγο αλλάζει ο χρόνος» ακούστηκε μια γνώριμη φωνή. Ο Γιώργος έφυγε από το μπαλκόνι. Μπήκε μέσα. Φίλησε αγαπημένα του πρόσωπα. Ευτυχώς φέτος ήταν διαφορετικά…
Υπάρχει ακόμα ελπίδα….
Άλλος ένας χρόνος έφυγε… Χρόνια πολλά.