Κώδικας γυναίκα


Για άλλη μια φορά από το απόγευμα είχε μια παράξενη θλίψη που της θόλωσε τα μάτια. Είχε καταλάβει ότι είχε μια ευκαιρία να ζήσει όπως παλιά, δίπλα σε κάποιον, ευτυχισμένη. Φοβότανε όμως μήπως δημιουργηθούν οι ίδιες συνθήκες που την έφεραν σε αυτήν την κατάσταση. Να είναι μόνη και απογοητευμένη. Είχε στερηθεί πολλά στο παρελθόν και φοβότανε να αποκτήσει ομορφιά στην ζωή του μήπως τη χάσει και αυτή. Ίσως ήταν και θέμα χρόνου. Ίσως να μην είχαν κλείσει ακόμα οι πληγές, να μην είχαν απωθηθεί τόσο καλά οι αρνητικές θύμησες .Τώρα ήταν και πιο μεγάλη. Το περιβάλλον πιο πολύπλοκο γύρω της. Οι αλληλεπιδράσεις περισσότερες. Έπνιξε την θλίψη της στα δάκρυα. Το υγρό προσκέφαλό της ήταν η αντίθεση στην έρημο της ζωής της. Το δίλλημα μεγάλο και εκείνη πολύ μικρή για να το αντιμετωπίσει. Μα η ελπίδα καθόταν και έβλεπε αμέτοχη, σχεδόν απούσα . Γύρισε το βλέμμα της στην Ελπίδα και της είπε: «Ελπίδα μην σβήσεις, μην με αφήσεις, ΜΗ…»

Άδραξε την στιγμή.



Ο Γιώργος ξύπνησε το πρωί με ένα αγκομαχητό. Είναι για αυτόν άλλη μια δύσκολη μέρα. Ξεκινάει δουλειά το πρωί και τελειώνει το βράδυ. Έτσι περιμένει εγκλωβισμένος στις δυσάρεστες σκέψεις, να τελειώσει απλά και η σημερινή μέρα. Για να έρθει τι; Μία από τα ίδια την επόμενη;

Ήξερε ότι το πρωί έπρεπε η πρώτη του σκέψη να είναι ευγνωμοσύνη για αυτά που έχει. Να σκέφτεται τι είναι αυτό που περιμένει με αγωνία και ενθουσιασμό να κάνει σήμερα. Να σκέφτεται περισσότερο την θετική πλευρά της ζωής. Να μην είναι απλά και μόνο κλινικά ζωντανός, αλλά και ουσιαστικά. Τα ήξερε στην θεωρία μα στη πράξη …

Στην πράξη περνάγανε μέρες ολόκληρες χωρίς να υπάρχει καμία ευχαρίστηση. Μέρες χλωμές. Μέρες γκρίζες. Έτσι ζούσε ο Γιώργος μέχρι που σήμερα, καθώς περπατούσε σκυφτός στον δρόμο, άκουσε έναν ψίθυρο:

«ΖΗΣΕ ΟΣΟ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ. ΕΙΝΑΙ ΕΝΤΟΛΗ»

Γύρισε και δεν είδε κανέναν. Ένα περίεργο αεράκι φύσηξε το πρόσωπό του και τον αναζωογόνησε. Και από τότε δεν ήταν ποτέ ξανά ίδιος. Τώρα ζούσε…