Είχε πάει για άλλη μια φορά να δει τους γονείς του. Ήταν και οι δύο βαριά άρρωστοι, μα η μάνα του περισσότερο. Άνοιξε την πόρτα και κοίταξε τον πατέρα του. Ήταν ότι είχε απομείνει από αυτόν. Μέσα σε τρεις μήνες είχε χάσει 20 κιλά και φαινόταν 15 χρόνια μεγαλύτερος. Το βλέμμα του ικετευτικό, για να τον λυπάσαι. Ήξερε ότι έχει την αρρώστια μέσα του σε δύο σημεία. Η αποτυχία της εγχείρησης του άφησε ένα παράσημο που έπρεπε αλλά αδυνατούσε να αλλάζει δύο φορές την ημέρα όταν γέμιζε.
Μα περισσότερο από όλα τον πείραζε η σκέψη ότι η γυναίκα του θα πεθάνει πρώτη. Εκείνη καθόταν σε μια καρέκλα γερμένη προς τα πίσω. Είχε φουσκωμένη κοιλιά λόγω δυσλειτουργίας του συκωτιού, πόδια διπλάσια από τα κανονικά. Το κίτρινο δέρμα στο πρόσωπο της δεν είχε πια υποψία κρέατος και λίπους. Μόνο δέρμα κόκαλα και δυο μάτια να δείχνουν σβηστά από ζωή. Σβηστά από ελπίδα. Καρφωμένα στο τέλος που ολοένα πλησιάζει…
"Θέλω να με αγαπάς γιε μου" του είπε κλαίγοντας Ήταν κάτι που έλεγε συχνά στο παρελθόν μα τώρα είχε ιδιαίτερη σημασία. "Μπορεί σε λίγο να μην ζω". Μάζεψε τις δυνάμεις του για να δείξει σταθερή φωνή. "Σταμάτα να λες βλακείες. Ξέρεις ότι θα τα καταφέρεις. Σε χρειαζόμαστε". Σηκώθηκε, μάζεψε τα πράγματα του και άνοιξε την πόρτα του σπιτιού για να φύγει, μια πόρτα που θα πέρναγε δυο φορές στους επόμενους τρεις μήνες η κρύα πνοή του θανάτου...