Μια μέρα ξεκίνησε πάλι στον ορίζοντα. Το φως άρχισε
να χαράζει πάλι ανάμεσα από τις γρίλιες του σκοτεινού δωματίου και κάτω από τις
αδύναμες φωτεινές ακτίνες άρχισαν να αχνοφαίνονται τα περιγράμματα των
αντικειμένων. Από την ανάσα του καταλάβαινε ότι κοιμόταν ακόμα. Παραδομένος στα
όνειρα, ξεκούραζε σώμα και ψυχή, πριν ξαναβγεί στον αγώνα της ζωής για άλλη μια
μέρα. Τον αγαπούσε και προσπαθούσε να κρατά ακόμα και την ανάσα της για να μην
τον ξυπνήσει και διαταράξει αυτή τη διαδικασία της αναγέννησης. Περίμενε στωικά
τη στιγμή που θα άρχιζε να ξυπνά για να τον πάρει μια αγκαλιά, να νιώσει τη
ζέστη του κορμιού του, να τον κοιτάξει και να φωτιστεί το πρόσωπό της. Ήταν
άγρυπνη. Σκεφτόταν όλο το βράδυ πώς γίνεται να την αγαπά, όπως της έλεγε, αλλά
ταυτόχρονα να της συμπεριφέρεται σαν να την μισεί. Ήξερε πως κάποιες στιγμές
φαινόταν στα μάτια του σαν άλλη μια γυναίκα, το είδος που τον είχε πληγώσει και
του είχε συμπεριφερθεί βάναυσα. Έπρεπε κι αυτή να πληρώσει το μερίδιο της
ευθύνης του φύλου της. Το είχε αποδεχτεί και προσπαθούσε να το κατανοήσει κάθε
φορά που έβλεπε το μίσος στα μάτια του και το άκουγε στον τόνο της φωνής του.
Όσο και να το κατανοούσε όμως, κάθε φορά που αυτό συνέβαινε την καταρράκωνε. Την
έκανε να αισθάνεται σαν ένα άψυχο αντικείμενο παρατημένο στο πάτωμα και το μόνο
που ζητούσε ήταν να ανοίξει μια γωνία, μια κρυφή πόρτα, μια ρωγμή στο πάτωμα
και να την καταπιεί.
Ένα ξαφνικό κούνημα την απέσπασε από τις σκέψεις της
καθώς εκείνος άρχισε να ξυπνά και να τεντώνεται. «Καλημέρα» της είπε και
σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Καλημέρα» ανταπάντησε εκείνη και σηκώθηκε για να
ξεκινήσουν άλλη μια μέρα μαζί.